- υπερδύναμος
- -ον, Μ(για τον Θεό) αυτός που έχει δύναμη μεγαλύτερη από κάθε άλλη δύναμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. ἐν-δύναμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερδύναμος — of higher power masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερδύναμον — ὑπερδύναμος of higher power masc/fem acc sg ὑπερδύναμος of higher power neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερδυναμώ — όω, Α [ὑπερδύναμος] 1. υπερισχύω, επικρατώ, νικώ κάποιον 2. ὑπερδυναστεύω* … Dictionary of Greek
ԳԵՐԱԶՕՐ — ( ) NBH 1 0544 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. ὐπερδύναμος, ὐπερδυναμῶν praepotens, praevalens Գեր ʼի վերոյ զօրութեամբ. մեծազօր. կարօղ ամենայնիւ. *Զգերազօրն աստուած արհնաբանեմք որպէս ամենազօր, որպէս զերանելի եւ միայն հզօր. Դիոն.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)